πυρόξενος

πυρόξενος
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι πυρόξενοι
(ορυκτ.) σημαντική ομάδα πετρογενετικών πυριτικών ορυκτών με διάφορες συστάσεις, μεταξύ τών οποίων κυριαρχούν οι πλούσιες σε ασβέστιο, μαγνήσιο και σίδηρο ποικιλίες και τα οποία είναι τα κύρια ορυκτά πολλών εκρηξιγενών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων, ενώ απαντούν και σε μετεωρίτες και σε σεληνιακά δείγματα πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxene (< πυρ + ξένος). Η λ. στο ουδ. πυρόξενον, μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπυρόξενος — ο (ορυκτ.) περιληπτική ονομασία μελών μιας σειράς πολύ διαδεδομένων πυριτικών ορυκτών τα οποία ανήκουν στην ομάδα τών πυροξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος επιστημον. όρος, πρβλ. αγγλ. orthopyroxene (< ορθός + πυρόξενος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυροξενίτης — ο, Ν (πετρογρ.) σκοτεινόχρωμο πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται κυρίως από πυρόξενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxenite < pyroxene (βλ. πυρόξενος) + κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

  • πυροξενόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από αλκαλικούς πυροξένους με συμμετοχή αλκαλικών αμφιβόλων και τιτανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxenolithe < pyroxene (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… …   Dictionary of Greek

  • διαβάσης — Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα της οικογένειας των διαβασών, μελαφυρών και βασαλτών. Είναι χονδροκοκκώδες έως λεπτοκοκκώδες πέτρωμα. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι οι δ. ήταν παλαιοηφαιστειακοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”