διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… … Dictionary of Greek
ορθοπυρόξενος — ο (ορυκτ.) περιληπτική ονομασία μελών μιας σειράς πολύ διαδεδομένων πυριτικών ορυκτών τα οποία ανήκουν στην ομάδα τών πυροξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος επιστημον. όρος, πρβλ. αγγλ. orthopyroxene (< ορθός + πυρόξενος)] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυροξενίτης — ο, Ν (πετρογρ.) σκοτεινόχρωμο πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται κυρίως από πυρόξενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxenite < pyroxene (βλ. πυρόξενος) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek
πυροξενόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από αλκαλικούς πυροξένους με συμμετοχή αλκαλικών αμφιβόλων και τιτανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxenolithe < pyroxene (βλ.… … Dictionary of Greek
τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… … Dictionary of Greek
διαβάσης — Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα της οικογένειας των διαβασών, μελαφυρών και βασαλτών. Είναι χονδροκοκκώδες έως λεπτοκοκκώδες πέτρωμα. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι οι δ. ήταν παλαιοηφαιστειακοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα … Dictionary of Greek